Αγία Αικατερίνη
Η Αγία Αικατερίνη καταγόταν από οικογένεια ευγενών της Αλεξάνδρειας, «θυγάτηρ βασιλίσκου τινός ονομαζομένου Kώνστου», και μαρτύρησε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. (304 μ.Χ.) Ήταν ευφυέστατη και φιλομαθής. Ήδη σε ηλικία δέκα οκτώ χρονών κατείχε τις γνώσεις της ελληνικής, ρωμαικής και λατινικής φιλολογίας και φιλοσοφίας, δηλαδή γνώριζε τα έργα του Oμήρου, του λατίνου ποιητή Bιργίλιου, του Aσκληπιού, του Iπποκράτη και Γαληνού των ιατρών, του Aριστοτέλη και του Πλάτωνα, του Φιλιστίωνα και του Eυσέβιου των φιλοσόφων, του Iαννή και Iαμβρή των μεγάλων μάγων, του Διονυσίου και της Σιβύλλης και άλλων. Ήταν όμως και άρτια καταρτισμένη στα δόγματα της χριστιανικής πίστης.
Όταν επί Μαξεντίου (υιός του Mαξιμιανού) διεξαγόταν διωγμός εναντίον των χριστιανών, η Αικατερίνη δε φοβήθηκε, αλλά με παρρησία διέδιδε πώς ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος Αληθινός Θεός. Για το λόγο αυτό συνελήφθη από τον έπαρχο της περιοχής, ο οποίος προσπάθησε με συζητήσεις να την πείσει να αρνηθεί την πίστη της. Όταν ο έπαρχος διαπίστωσε την ανωτερότητά των λόγων της Αικατερίνης, συγκάλεσε δημόσια συζήτηση με τους πιο άξιους ρήτορες της Αλεξάνδρειας, τους οποίους όμως η Αικατερίνη αποστόμωσε. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κάποιοι από τους συνομιλητές της Αικατερίνης πείσθηκαν για τους λόγους της και ασπάστηκαν την Χριστιανική Πίστη.
Μπροστά σε αυτή την κατάληξη, ο έπαρχος διέταξε να τη βασανίσουν σκληρά με την ελπίδα πώς η αγία θα λύγιζε και θα αρνιόταν τον Χριστό. Όμως η Αικατερίνη έμεινε ακλόνητη στην πίστη της. Τελικά αποκεφαλίσθηκε, ύστερα από διαταγή του έπαρχου.
Ἀπολυτίκιον
Τὴν πανεύφημον νύμφην Χριστοῦ ὑμνήσωμεν, Αἰκατερίναν τὴν θείαν καὶ πολιοῦχον Σινᾶ, τὴν βοήθειαν ἡμῶν καὶ ἀντίληψιν· ὅτι ἐφίμωσε λαμπρῶς, τοὺς κομψοὺς τῶν ἀσεβῶν, τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει, καὶ νῦν ὡς Μάρτυς στεφθεῖσα, αἰτεῖται πᾶσι τὸ μέγα ἔλεος.
Πηγή: saint.gr
Ἱερά Μονή ΘεοβαδίστουὊρους Σινᾶ
Εἰς τὸ τρίγωνον, τὸ ὁποῖον σχηματίζεται ἀνάμεσον τοῦ κόλπου τοῦ Σουὲζ καὶ τῆς Ἄκαμπα καθὼς καὶ τῆς ἐρήμου Τὶχ ἁπλώνονται ὄχι μόνο ἐρημικαὶ ἐκτάσεις ἀλλὰ καὶ ἀπρόσιτα ὄρη. Εἰς τὴν ἄγονον αὐτὴν χερσόνησον, ἐντύπωσιν προκαλοῦν οἱ ὀνομαστοὶ ὀρεινοὶ ὄγκοι, τὸ Ὄρος Σινᾶ (2.244 μ.), τὸ ὄρος τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης (2.602), τὸ Σερμπάλ, τὸ Οὒμ Σωμὰρ καὶ αὐτὸ τῆς Ἁγίας Ἐπιστήμης. Μέσω αὐτῆς τῆς ἐρήμου ὠδήγησε ὁ Μωϋσῆς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν ἐπιστροφὴν πρὸς τὴν Γῆν τῆς Ἐπαγγελίας. Δέον ἦτο νὰ ξεπεράσῃ ὅλα τὰ ἐμπόδια ὑπερνικῶν τοὺς ἐχθροὺς «Ἀμαληκίτας», νομάδες τῆς Ἀραβίας, οἱ ὁποῖοι τότε τοὺς ἐπολεμοῦσαν συνεχῶς.
Εἰς τὴν κορυφήν τοῦ Σινᾶ , κατὰ τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, ὁ Μωϋσῆς ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸν τὰς δέκα ἐντολάς. Εἰς τὸν ἔρημον αὐτὸν τόπον ἐσυναντήθη ξανὰ ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος. «Κατέβη δὲ Κύριος ἐπὶ τοῦ Ὄρους τοῦ Σινᾶ ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους … τοῦ Θεοῦ» Ἔξοδ.31,18. Ἔτσι, ἡ ἄνυδρος καὶ ἄγονος αὐτὴ ἔρημος γίγνεται τόπος ἱερὸς καὶ ἅγιος διὰ ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα, ἀναδεικνύουσα μεγάλα ἠθικὰ ἀναστήματα. Εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ ὄρους τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης εἶναι ἡ ἱστορικὴ Ἱερὰ Μονὴ Σινᾶ , ἡ ὁποία ἱδρύθη ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποδέχεται αἴτημα τῶν Σιναϊτῶν καὶ κτίζει μαγαλοπρεπὴ ἐκκλησίαν, τὴν ὁποίαν μάλιστα περιβάλλει μὲ ἰσχυρὸν τεῖχος, τὸ ὁποῖον εἶναι εἰς θέσιν νὰ προφυλάσσῃ τοὺς μοναχοὺς ἀπὸ ἐπιδρομὰς τῶν Ἀγαρηνῶν. Ὁ Ναὸς εἶναι ρυθμοῦ τρικλίτου Βασιλικῆς, διαθέτει νάρθηκα καὶ αἱ διαστάσεις φθάνουν τὰ 40 μ. μῆκος καὶ 19,20 μ. πλάτος. Εἰς τὰς διαστάσεις αὐτὰς περιλαμβάνονται καὶ τὰ παρεκκλήσια ὀπίσω ἀπὸ τὸ καθολικὸν, ἤτοι τῆς Ἁγίας Βάτου, τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου, καὶ τῶν Ἁγίων Σιναϊτῶν Πατέρων. Ὁ κύριος ναὸς τοῦ καθολικοῦ ἐσωτερικῶς εἶναι 25 μέτρα μῆκος καὶ 12 μέτρα πλάτος. Ἡ ἀρχαία ξυλίνη στέγη τοῦ καθολικοῦ ἐσκεπάσθη μὲ ὁριζόντιον ξύλινον φάτνωμα, τὸ ὁποῖον κατεσκευάσθη τὸν 18ον αἰῶνα ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Κυρίλλου Β΄ τοῦ Κρητός. Εἰς τοὺς πλαϊνοὺς τοίχους ἀνοίγονται δυὸ σειραὶ ἀπὸ ὀκτὼ δίλοβα παράθυρα καὶ ἑπτὰ ὀρθογώνια. Τὸ ἱερὸν βῆμα εὑρίσκεται εἰς ὑψηλότερον ἐπίπεδον ἀπὸ τὸ δάπεδον τοῦ κυρίως ναοῦ καὶ χωρίζεται ἀπὸ αὐτὸ μὲ τέμπλον, εἰς τὰ θωράκια εἶναι μαρμάρινον, ἐνῶ εἰς τὸ ἐπάνω μέρος εἶναι ξυλόγλυπτον. Κατεσκευάσθη τὸ 1612 ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου Λαυρεντίου, εἰς τὸ Σιναϊτικὸν Μετόχιον τῆς Κρήτης.
Ὡραιόταται εἶναι αἱ ξυλόγλυπται πύλαι τοῦ κυρίως Ναοῦ ἀπὸ κέδρους τοῦ Λιβάνου, τῶν ὁποίων ἡ ἀρχικὴ κατασκευὴ γίγνεται εἰς τὸν 6ον αἰῶνα. Αἱ πύλαι ἐξάλλου τοῦ νάρθηκος κατεσκευάσθησαν ὑπὸ τῶν Σταυροφόρων τοῦ 12ου αἰῶνος. Ἀπὸ τὰς ἐπιγραφάς, αἱ ὁποῖαι διεσώθησαν μνημονεύεται τὸ ὄνομα τοῦ Ἰουστινιανοῦ καὶ τῆς Θεοδώρας καὶ διαπιστώνεται ὅτι ὁ τοῖχος καὶ ὁ Ναὸς ἐκτίσθησαν τὸ 577 μ.Χ μετὰ τὸν θάνατον τῆς αὐτοκράτειρος. Ἀπὸ τὰς ἐπιγραφὰς ἐπίσης μανθάνουμε ὅτι ἀρχιτέκτων τοῦ φρουρίου καὶ τοῦ καθολικοῦ ἦτο ὁ Στέφανος Αἴλιστος ἀπὸ τὴν Αἰλά, τὸ σημερινὸ Εἰλάτ.
Τὸν 7ον καὶ 8ον αἰῶνα, ἡ Μονὴ τοῦ Σινᾶ ἐπέρασε ἀπὸ μεγάλους κινδύνους καὶ βαθεῖαν κρίσιν λόγῳ κυρίως τῆς Ἀραβικῆς κατακτήσεως. Ἀναφέρεται ὅτι ὅταν ὁ Σουλτάνος Σελὴμ ὁ Α΄ κατέλαβε τὴν Αἴγυπτον καὶ τὸ Σινᾶ τὸ 1517, εἶδε τὸν Ἀχτιναμὲ τοῦ Μωάμεθ, τὸν ἐπῆρε μαζί του καὶ ἄφησε ἀντίγραφον εἰς τοὺς Σιναΐτας Πατέρας. Ἀπὸ τὸν 11ον αἰῶνα ἄρχεται νέα περίοδος διὰ τοὺς Σιναΐτας μοναχούς. Ἡ μεταφορὰ λειψάνων τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης εἰς τὴν Γαλλίαν αὐξάνει τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Εὐρωπαίων χριστιανῶν διὰ τὴν ἀσφάλειαν, ἀνεξαρτησίαν τῶν μοναχῶν καὶ τὴν προστασίαν τῆς Μονῆς ἀνὰ τὸν κόσμον, Αἴγυπτον, Παλαιστίνην, Συρίαν, Κρήτην, Κύπρον, Κωνσταντινούπολιν. Τὴν ἐποχὴν τῆς φραγκοκρατίας εἰς τὴν Συρίαν οἱ Σταυροφόροι ἵδρυσαν εἰδικὸν Τάγμα Σιναϊτῶν, μὲ σκοπὸν τὴν προστασίαν καὶ τὴν οἰκονομικὴν ἐνίσχυσιν τῆς Μονῆς. Οἱ Πάπες μὲ διάφορα διατάγματα ἐπροστάτευσαν κατὰ καιροὺς τὰ δικαιώματα τῆς Μονῆς: Ὁ Πάπας Ὀνώριος ὁ 3ος τὸ 1217, ὁ Γρηγόριος ὁ 10ος (1271-1276), ὁ Βενέδικτος ὁ 12ος τὸ 1338, ὁ Ἰννοκέντιος ὁ 6ος τὸ 1360 κ.ἄ. Οἱ Δόγηδες τῆς Βενετίας μὲ ἐπίσημα ἔγγραφά τους ρυθμίζουν τὴν στάσιν τῶν δουκῶν τῆς Κρήτης ἔναντι τῶν σιναϊτικῶν μετοχίων ἁπαλλάσσοντες αὐτὰ ἀπὸ φορολογίας καὶ ἀποδίδοντες δικαιοσύνην ὑπὲρ τῶν σιναϊτικῶν συμφερόντων. Παρὰ τὸ ὅτι τὸ Σινᾶ εὑρίσκετο εἰς μουσουλμανικὴν περιοχήν, ἐν τοῦτοις μεγάλη καὶ συχνὴ ἦτο ἡ ἐπικοινωνία καὶ ἡ σύνδεσίς του μὲ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὁ Ἐμμανουὴλ Κομνηνός, ὁ Μιχαὴλ Παλαιολόγος ἀλλὰ καὶ Πατριάρχαι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Κωνσταντινουπόλεως ἔδειξαν ἔμπρακτον ἐνδιαφέρον διὰ τὰ ζητήματα τοῦ μοναστηρίου. Ἄλλωστε, ἡ συχνὴ ἐπικοινωνία Σινᾶ καὶ αὐτοκρατορίας μέσῳ σπουδαίων προσωπικοτήτων ὅπως ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Ἀρσελᾶς, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ συγγραφεὺς τῆς Κλίμακος, ὁ Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, φανερώνει τὴν πνευματικὴν γέφυραν, ἡ ὁποία συνδέει τὰ δύο κέντρα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τοῦρκοι Σουλτάνοι, ὁ Σελὴμ ὁ Α΄ καὶ ὁ Σουλεϊμὰν ὁ Μεγαλοπρεπὴς ἐξέδωσαν προνόμια, τὰ ὁποῖα πολλὰς φορὰς ἐβοήθησαν τὸ Σινᾶ νὰ ἀποκτήσῃ μεγάλην οἰκονομικὴν δύναμιν καὶ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τελωνειακοὺς φόρους. Τὸ 1798 ὅταν ὁ Ναπολέων κατέλαβε τὴν Αἴγυπτον ὕστερον ἀπὸ παράκλησιν τῶν Σιναϊτῶν ἔλαβε ὑπὸ τὴν προστασίαν του τὸ μοναστήριον καὶ τὴν γύρω περιοχήν. Μὲ τὸ «Ἀσφαλιστήριον Ἔγγραφόν» του ἐνίσχυσε καὶ ἐστερέωσε τὴν αὐτονομίαν τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ καὶ τῆς περιοχῆς ἀναγνωρίζων παλαιοτέρας οἰκονομικὰς παραχωρήσεις. Τὸ Σινᾶ ἔγινε ἰδιαιτέρως γνωστὸν εἰς τὴν Εὐρώπην μὲ τὴν διάδοσιν τῆς φήμης ἀλλὰ καὶ τῆς εὐλαβείας διὰ τὴν Ἁγίαν Αἰκατερίνην.
Σημαντικὸν ρόλον διεδραμάτισε ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, ὁ ὁποῖος τὸν 10ον αἰῶνα γράφων διὰ τὸ μαρτύριον τῆς Ἁγίας καὶ Καλλινίκου Μεγαλομάρτυρος τοῦ Χριστοῦ Αἰκατερίνης συνέβαλε ἀποφασιστικῶς εἰς τὴν ἐξάπλωσιν τοῦ βίου τῆς Ἁγίας. Ἡ σοφὴ κόρη εἶχε σπουδάσει ὅλας τὰς ἐπιστήμας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης φιλοσοφίαν, ἰατρικήν, ρητορικήν, μαθηματικά, ἀστρονομίαν, μουσικὴν καὶ φυσικήν. Ἡ ἀριστοκρατική της καταγωγή, τὸ κάλλος της, ἡ ἐκπληκτικὴ διὰ τὴν ἐποχὴν της μόρφωσις καὶ τὸ ἦθος της δὲν τὴν ἐμπόδισαν νὰ γνωρίσῃ «Τὸν Νυμφίον τῶν ψυχῶν», τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ νὰ βαπτισθῇ χριστιανή. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν διωγμῶν, τὴν περίοδον τοῦ Μαξιμιανοῦ, ἀρχαὶ 4ου αἰῶνος, ἡ Ἁγία κατηγόρησε δημοσίως τὸν αὐτοκράτορα διὰ τὰς θυσίας εἰς τὰ εἴδωλα ὁμολογοῦσα ἀφόβως τὴν πίστιν της. Ὁ αὐτοκράτωρ ἔδωσε ἐντολὴν εἰς πεντήκοντα σοφοὺς νὰ συζητήσουν δημοσίως, προκειμένου νὰ ἀνατρέψουν τὰ χριστιανικά της ἐπιχειρήματα. Ἡ προσπάθειά τους ἐναυάγησε καὶ πολλοὶ σοφοί, ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸ στενὸν περιβάλλον τοῦ αὐτοκράτορος, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν. Ὅταν ἡ πειθὼ ἀπέτυχε, ὁ Μαξιμιανὸς κατέφυγε εἰς τὸ μαρτύριον. Διέταξε νὰ κατασκευάσουν τροχοὺς καὶ νὰ τοποθετηθοῦν καρφιὰ καὶ μύται μαχαιριῶν εἰς τὸν καθένα ἐξ αὐτῶν. Ἀλλὰ κατὰ τὸ φρικαλέον μαρτύριον ἡ Ἁγία ἄντεξε, δὲν ὑπέκυψε καὶ δι’ αὐτὸ στρατιώτης τὴν ἀποκεφάλισε.
Νωρίς, τὸ ἔτος 1231, κατεσκευάσθη λάρναξ ἀπὸ μάρμαρον, ὅπου ἐναπέθεσαν τὸ λείψανόν της. Τὸ ἔτος 1688 ἡ παλαιὰ μαρμάρινος λάρναξ ἀντικατεστάθη μὲ ἀργυρῆ, δῶρον τῶν τσάρων τῆς Ρωσίας, ἀλλὰ τὰ λείψανά της παρέμειναν εἰς τὴν παλαιὰν λειψανοθήκην.Τὰ Προσκυνητάρια τοῦ Σινᾶ σώζονται εἰς δέκα χειρόγραφα, τὰ ὁποῖα κατανέμονται εἰς ἓξ μονὰς τοῦ Ἁγίου Ὅρους ὡς ἑξῆς: Τρία τῶν Ἰβήρων, ἀπὸ δύο εἰς τὴν Μεγίστην Λαύραν καὶ Κουτλουμουσίου καὶ ἀπὸ ἓν εἰς τὰς μονὰς Διονυσίου, Ξηροποτάμου καὶ Δοχειαρίου. Τὰ χειρόγραφα εἶναι μικροῦ σχήματος καὶ χρονολογοῦνται εἰς τοὺς 16ον καὶ 17ον αἰῶνας καὶ χαρακτηρίζονται ὠς σύμμικτοι κώδικες μὲ ποικίλον περιεχόμενον. Εἰς τὴν πλεινότητά τους τὰ κείμενα τῶν ἐν λόγῳ Προσκυνηταρίων ξεκινοῦν τὰς περιγραφάς τους μὲ τὸν γεωγραφικὸν προσδιορισμὸν τοῦ Ὂρους Σινᾶ καὶ τῆς ἀποστάσεώς τους ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ, καθὼς καὶ μὲ τὴν ἀναφορὰν ὅτι εἰς αὐτὸ εἶδε ὁ Μωυσῆς τὴν Ἁγίαν Βάτον ἐντὸς τῶν φλογῶν, χωρὶς ὅμως νὰ καίγεται. Εἰς τὴν συνέχειαν περιγράφουν μὲ ἀναλυτικὸν τρόπον τὴν Μονὴν τοῦ Σινᾶ , τὴν ὁποίαν ἔκτισε ὁ γνωστὸς αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου Ἰουστινιανός (527-565). Ἀρχίζουν μὲ τὸ μολυβοσκέπαστον καθολικόν της, τὸ ὁποῖον στηρίζεται εἰς δώδεκα κίονας καὶ τὸ Ἅγιον βῆμα, εἰς τὸ ὁποῖον ὑπάρχει τὸ περίφημον ψηφιδωτὸν τῆς Μεταμόρφωσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Κατόπιν περνοῦν εἰς τὸ τέμπλον ἢ εἰκονοστάσιον, εἰς τὸ ὁποῖον σώζονται αἱ ἑξῆς εἰκόναι: α) Τοῦ Χριστοῦ ὡς Μεγάλου Ἀρχιερέως, β) τῆς Παναγίας, γ) τοῦ Μωϋσῆ δ) τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης. Τὸ δεύτερον μέρος κλείνει μὲ τὴν μνείαν τῆς μαρμαρίνου λάρνακος τοῦ λειψάνου τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, εἰς τὸ δεξιὸν μέρος τοῦ ἱεροῦ βήματος, ἡ ὁποία ἀναδίδει ἅγιον μύρον καὶ εὐωδιάζει.
Εἰς τὴν συνέχειαν, γίγνεται λόγος διὰ τὰ τρία κανδήλια τῆς ἁγίας τραπέζης, τὰ ὁποῖα εὑρίσκονται εἰς τὴν θέσιν τῆς Ἁγίας Βάτου, διὰ τὴν θαυματουργικὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ὡμίλησε κάποτε εἰς ἕνα μοναχόν, διὰ τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Πέρσου ἐκ δεξιῶν ἢ ἐξ ἀριστερῶν τῆς Ἁγίας Βάτου καὶ διὰ τὸ πηγάδι τοῦ προφήτου Μωϋσῆ, τὸ ὁποῖον σώζεται ἔξωθεν τοῦ καθολικοῦ. Μνημονεύονται ἐνσωματωμένως εἰς τὸ καθολικὸν καὶ τὰ ἓξ παρεκκλήσια. Ἀκολουθεῖ ἐπίσης ἡ περιγραφὴ τῆς Ἁγίας Κορυφῆς τοῦ Σινᾶ εἰς τὴν ὁποίαν ὁδηγοῦν πέτρινα σκαλοπάτια. Κατονομάζονται μὲ τὴν σειρὰν οἱ ναοὶ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ τοῦ Δαυΐδ, καθὼς καὶ ἡ πέτρα τοῦ Μωϋσῆ καὶ τὸ σπήλαιον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος.
Ἐπίσης περιγράφεται ἡ ἔρημoς τῆς Ραϊθοῦ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς ἀπόστασιν «δυὸ ἡμερῶν διάστημα» ἀπὸ τὸ Σινᾶ. Ἐκεῖ περιγράφονται τὰ ἁλμυρὰ Ὕδατα, αἱ δώδεκα πηγαὶ τῶν Ὑδάτων, καὶ ἄλλα ἀξιοθέατα. Ἀκόμα, ἀναφέρονται ἓν μοναστήριον ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος καὶ τὸ σιναϊτικὸν μετόχιον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὰς κυρίας ἀφηγήσεις, εἰς ὁρισμένα χειρόγραφα περιγράφονται κάποιαι περιοχαί, πόλεις καὶ κάστρα τῆς Αἰγύπτου. Εἰς ἄλλα ἐπίσης χειρόγραφα κατονομάζονται αἱ πόλεις τῆς Ἱερουσαλήμ, Γάζας, Λύδδας, καὶ Ἰόππης. Εἰς ἄλλα ἐπίσης καταγράφονται καὶ τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς τὸ Σινᾶ. Εἰς τὰς ἰδίας, καθὼς καὶ εἰς ἄλλας βιβλιοθήκας τοῦ Ἁγίου Ὂρους, σώζεται ἀκόμη εἷς ἀριθμὸς χειρογράφων, τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὸ Ὄρος Σινᾶ , χωρὶς ὅμως νὰ τὸ περιγράφουν.
Ἡγούµενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Θεοβαδίστου Ὄρους Σινᾶ εἶναι ὁ Σεβασµιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Σινᾶ , Φαρὰν καὶ Ραϊθῶ, ὅστις διοικεῖ αὐτὴν µετὰ τῆς Ἱερᾶς Συνάξεως τῶν Πατέρων. «Οἱ συγκροτοῦντες αὐτὴν Μοναχοὶ δὲν ἔχουν προορισµὸν µόνον τὴν πραγµάτωσιν τοῦ µοναχικοῦ ἰδεώδους. Εἶναι συνάµα καὶ διακονηταὶ καὶ φύλακες ἱεροῦ Προσκυνήµατος, ὅπως εἶναι καὶ οἱ τοῦ Τάγµατος τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος».
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σιναίου χειροτονεῖται ἐν Ἱερουσαλὴµ ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύµων.
Comments