Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης
Ο Όσιος Ιωάννης ο Καλυβίτης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 457 μ.χ και έζησε μέχρι το έτος 474 μ.χ. επί βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου.
Ο πατέρας του ονόματι Ευτρόπιος και η μητέρα του Θεοδώρα, ήταν ευσεβείς. Ο Ευτρόπιος ήταν άρχοντας, πολύ πλούσιος Συγκλητικός. Μαζί με την Θεοδώρα απέκτησαν τρία παιδιά, ο νεότερος ήταν ο Ιωάννης. Οι άλλοι δύο αδελφοί του έλαβαν αξιώματα και βιοτική ευδαιμονία.
Ο Ιωάννης από μικρός, του άρεσε να διαβάζει τα Ιερά Γράμματα, να πηγαίνει στην Εκκλησία, να ακούει τα Θεία λόγια. Τον καιρόν εκείνο, κάποιος Μοναχός από την Μονή των Ακοιμήτων ήθελε να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα οδοιπορικώς και περνούσε από την Κωνσταντινούπολη. Μόλις ο Ιωάννης τον είδε, τον πλησίασε και θέλησε να μάθει για τη ζωή στο Μοναστήρι.
Ο Μοναχός μόλις κατάλαβε τον πόθο και τον ζήλο του Ιωάννη άρχισε να του εξηγεί λεπτομερώς για την Μοναστική ζωή.Ο Ιωάννης άκουγε αχόρταγα για τις νηστείες, για την άσκηση της Μοναστικής ζωής, για τις ψαλμωδίες και τις λοιπές αρετές. Πήρε τον Μοναχό σε κρυφό σημείο και του είπε: "Σε ορκίζω στον Τριαδικό Θεό, όταν επιστρέψεις για το Μοναστήρι να έρθεις εδώ να με πάρεις κρυφά μαζί σου να γίνω Μοναχός."
Τότε ο Μοναχός του υποσχέθηκε να εκπληρώσει τον πόθον του και ανεχώρησε για τα Ιεροσόλυμα.Ο Ιωάννης άρχισε να ετοιμάζεται για την αναχώρηση σκεπτόμενος να πάρει ευλογία από τους γονείς του. Σκέφτηκε να ζητήσει να έχει από τα χέρια τους ένα Ευαγγέλιο.Ο πατέρας του μόλις το άκουσε κάλεσε έναν γραφέα επιτήδειο, του έδωσε πεντακόσια χρυσά φλουριά καθώς και πολύτιμους λίθους του χρυσοχόου να το κατασκευάσει.
Όταν ετοιμάστηκε το Ευαγγέλιο, κάλεσε τον Ιωάννη και του παρέδωσε το Ευαγγέλιο. Ο Ιωάννης τότε ασπάσθηκε το χέρι του Πατρός του και της Μητρός του, πήρε το Ευαγγέλιο και το είχε πάντα μαζί του. Όταν ο μοναχός επέστρεψε από τα Ιεροσόλυμα, τον είδε ο Ιωάννης και χάρηκε πολύ. Συναντήθηκε μαζί του και του εξήγησε πως αν οι γονείς του μάθουν ότι θέλει να γίνει Μοναχός, θα προσπαθήσουν να τον σταματήσουν με δάκρυα και ικεσίες και θα του κόψουν τον θεάρεστο δρόμο, γιαυτό παρακάλεσε τον μοναχό να αναχωρήσουμε με μεγάλη μυστικότητα και να μην το μάθει κανείς.Βλέποντας ο μοναχός την αγάπη και ζήλο του Ιωάννη του είπε: "Ο Θεός να πληρώσει κάθε επιθυμία σου". Έτσι ο μακάριος Ιωάννης μαζί με τον μοναχό μπήκαν στο πλοίο που θα τους πήγαινε στο μοναστήρι. Όταν το πλοίο έφτασε στη Μονή, μετέβησαν στον Ηγούμενο και ο μοναχός του διηγήθηκε τα πάντα για τον Ιωάννη και τον μεγάλο πόθο του να λάβει το αγγελικό σχήμα.
Ο Ηγούμενος όταν είδε τόσο νέο τον Ιωάννη θαύμασε και είπε προς αυτόν: "Παιδί μου, είσαι πολύ νέος και δεν θα μπορέσεις να υποφέρεις την άσκηση και τους κόπους των Μοναχών. Πρώτα θα κάνεις ένα χρόνο ως δόκιμος για να δούμε την αρετήν και μετά θα «κείρωμεν την κόμην της κεφαλής»".Ο δε Ιωάννης απάντησε: "Δέσποτα μου άγιε και τίμιε πάτερα, σε παρακαλώ με όλη την καρδιά μου σήμερα να με κείρης Μοναχό, γιατί έχω μεγάλο πόθον να λάβω το Αγγελικό σχήμα". Βλέποντας ο Ηγούμενος την επιμονήν του Ιωάννη, τον ευσπλαχνίστηκε και τον έκανε Μοναχό.
Οι γονείς του μένοντας χωρίς τον Ιωάννη, θεώρησαν ότι κάτι κακό συνέβη στο παιδί τους. Έψαξαν όπου θεωρούσαν ότι μπορούσε να βρίσκεται. Τελικά έμειναν με την εντύπωση ότι θα ήταν νεκρός. Τρία χρόνια κάθισε ο Όσιος στο Μοναστήρι των Ακοιμήτων και από την πολλή νηστεία και εγκράτεια έγινε αγνώριστος. Ο φθονερός διάβολος, όμως βλέποντας να τον νικάει ο νεαρός Ιωάννης, του έβαλε την επιθυμία να επισκεφθεί τους γονείς του. Όσες φορές του έφερνε τέτοιους λογισμούς, ο Όσιος προσευχόταν και παρακαλούσε τον Θεό να τους διαλύσει, αλλά ο διάβολος τον πείραζε περισσότερο.
Ο Όσιος τότε εξομολογήθηκε στον Ηγούμενο τις σκέψεις που τον βασανίζουν και ζητά την ευλογία του να επιστρέψει στην οικία του και εκεί να ολοκληρώσει τον αγώνα του.
Πράγματι ο ηγούμενος συμφώνησε και επέτρεψε την επιστροφή του. Φθάνοντας το βράδυ ο Άγιος έξω από το πατρικό σπίτι του, μόλις το αντίκρισε έπεσε κάτω κλαίγοντας και παρακαλώντας τον Θεό να του δώσει δύναμη να κατανικήσει τον εχθρό του.Μόλις ξημέρωσε, βγήκε ένας δούλος του πατρός του και όταν τον είδε ρώτησε: "Ποιος είσαι άνθρωπε και τι γυρεύεις; Φύγε από εδώ γιατί σε λίγο θα βγει ο οικοδεσπότης και αν σε δει θα σε βρίσει και εμάς θα μας τιμωρήσει". Τότε ο Όσιος απάντησε: "Σε παρακαλώ άφησέ με σε μια γωνιά να παραμείνω και δε θα σας ενοχλήσω και να είσαι σίγουρος ότι θα σε ανταμείψει ο Δεσπότης Χριστός". Όταν σε λίγο οι γονείς του βγήκαν και τους είδε, ευχαρίστησε τον Θεό και με δάκρυα στα μάτια είπε: "Ιωάννη, με την δύναμη του Χριστού και Θεού σου, είδες και τους γονείς σου αλλά αγωνίσου να καταπατήσεις τις ενέδρες του διαβόλου" .Σε λίγο ο πατέρας του βγήκε έξω και μόλις τον είδε έτσι ρακένδυτο τον λυπήθηκε και τον ρώτησε: "Ποιος είσαι και από πού έρχεσαι άνθρωπε;"
Ο άγιος Ιωάννης του απάντησε: "Ξένος είμαι, ενδοξότατε και σε παρακαλώ άφησέ με να μείνω σε μια γωνιά στο προαύλιο".
Ο πατέρας του του είπε: "Έλα μέσα να μείνεις σε ένα δωμάτιο".
Ο δε Όσιος απάντησε: "Φτάνει εδώ, μόνο βάλε έναν δούλο σου να μου κάνει μια καλύβη".
Ο δε Ευτρόπιος πρόσταξε να του ετοιμάσουν μιαν καλύβη. Μια ημέρα, η μητέρα του ήθελε να πάει στην Εκκλησία και ο Όσιος καθόταν έξω από την καλύβη. Η μητέρα του μόλις τον είδε, τρόμαξε και είπε στους δούλους να του πουν να μπει μέσα στην καλύβη, γιατί δεν μπορεί να βλέπει την αγριότητα του προσώπου του. Ο Όσιος με πολύ άσκηση και νηστεία πέρασε τρία χρόνια στην αυλή του πατρός του και εφάνει ο Κύριος Ιησούς Χριστός λέγοντάς του: "Χαίρε Ιωάννη, άφησες τα πάντα φθαρτά και πρόσκαιρα του κόσμου τούτου, μάθε ότι πλησίασε ο καιρός της τελειώσεώς σου. Μάθε πως σε τρεις ημέρες θα έρθεις σε εμένα να χαίρεις μετά των Αγγέλων αιωνίως."
Όταν ο Όσιος ξύπνησε προσευχήθηκε, δόξασε τον Θεό και κάλεσε έναν δούλο και τον παρακάλεσε να μεταφέρει στην οικοδέσποινα το εξής μήνυμα: "Πες στην κυρία σου ότι θέλω να με επισκεφθεί να της πω κάτι."Πήγε ο δούλος και είπε στην κυρία την επιθυμία του Οσίου.Όταν επέστρεψε ο Ευτρόπιος, του είπε η Θεοδώρα ότι τη ζήτησε ο άνθρωπος εκείνος να πάει να της πει κάτι, αλλά φοβάται να πάει γιατί έχει άγριο πρόσωπο. Ο Ευτρόπιος, όμως της είπε να πάει γιατί είναι αμαρτία. Ο δούλος μετέφερε στον Όσιο την απάντηση της κυρίας και τότε ο Άγιος του απάντησε να της μεταφέρει πως σε τρεις ημέρες θα πεθάνει και αν δεν έλθει θα μετανοήσει πικρά.Όταν η Θεοδώρα άκουσε πως θα πεθάνει, διέταξε να πάνε άλλοι δυο δούλοι και να μεταφέρουν τον ξένο στο σπίτι της.Τότε ο Άγιος της είπε πως θα πεθάνει και της ζήτησε με όρκο να τον βεβαιώσει πως δεν θα παραβεί αυτά που θα της ζητήσει.
Αφού η Θεοδώρα έβαλε όρκο, της είπε: "Πρόσεχε κυρά μου, όταν αποθάνω να μην μου βγάλεις τα ρούχα που φοράω αλλά θα με θάψεις με αυτά."Συνέχισε λέγοντας: "Αν και πτωχός, έχω ένα τίμιο και πολύτιμο δώρο να σου χαρίσω για την καλοσύνη που μου κάνατε."Τότε έβγαλε το Ιερό Ευαγγέλιο και της το έδωσε λέγοντας: "Δέξου τούτο το μέγα χάρισμα και είθε να γίνει τούτο αγάπη καθαρά και στερεά, χαρά και αγαλλίασης πνευματικής δικής σου και του ανδρός σου."
Αφού είπε αυτά ο Άγιος επέστρεψε στην καλύβη του, η δε μητέρα του αφού είδε το Ευαγγέλιο με τα πετράδια που ήταν όμοιο με του υιού της Ιωάννου, το έδειξε στον άντρα της, ο οποίος και το ανεγνώρισε. Πήγαν λοιπόν στον Όσιο και του είπαν: "Άνθρωπε του Θεού, σε ορκίζομαι εις τον τριαδικό Θεό, να ομολογήσεις που βρήκες αυτό το Ευαγγέλιο, το οποίο χαρίσαμε στον υιό μας Ιωάννη".
Βλέποντας ο Ιωάννης τους γονείς του να κλαίνε σκεπτόμενος ότι θα πεθάνει, ομολόγησε πως αυτός είναι ο Ιωάννης.Ακούγοντας αυτά οι γεννήτορες του και αφού είδαν σημάδια που ήταν του Ιωάννη, τον αναγνώρισαν και τον αγκάλιασαν κλαίγοντας.Τα νέα μαθεύτηκαν σε όλη την Κωνσταντινούπολη γρήγορα και άρχισε να τον επισκέπτεται κόσμος.
Όταν ήλθε η ώρα της κοιμήσεως του, αφού ευχαρίστησε τον Θεό για την δύναμη που έλαβε, αξιώθηκε τον στέφανο της νίκης.Την ώρα που ο Άγιος παρέδωσε το πνεύμα έγιναν πολλά θαύματα.
Συγκεντρώθηκε όλη η πόλη και όλη η Σύγκλητος μετά του Πατριάρχου και των κληρικών και ενταφιάστηκε ο Άγιος στην καλύβη του.Οι γονείς του ξόδευσαν πολλά χρήματα και έκτισαν και Ιερό Ναό στην καλύβη βιώσαντες και αυτοί ενάρετα και απήλθον εις την Βασιλείαν των Ουρανών μαζί με τον Υιό τους.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης εορτάζει στις 15 Ιανουαρίου.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε Ἐκ βρέφους τόν Κύριον, ἐπιποθήσας θερμῶς, τόν κόσμον κατέλιπες, καί τά ἐν κόσμῳ τερπνά, καί ἤσκησας ἄριστα· ἔπηξας τήν καλύβην, πρό πυλῶν σῶν γονέων· ἔθραυσας τῶν δαιμόνων, τάς ἐνέδρας παμμάκαρ· διό σε Ἰωάννη ὁ Χριστός, ἀξίως ἐδόξασεν. Κοντάκιον Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν. Ποθήσας σοφέ, πτωχείαν Χριστομίμητον, γονέων τῶν σῶν, τόν πλοῦτον ἐγκατέλιπες, καί τό Εὐαγγέλιον ἐν χερσί σου κρατῶν ἠκολούθησας, Χριστῷ τῷ Θεῷ Ἰωάννη , πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἡμῶν. Μεγαλυνάριον Πλοῦτον ἀπανθοῦντα καταλιπών, ἐν πτωχείᾳ πλούτου, πλοῦτος ὤφθης πνευματικός· καὶ ἀντὶ καλύβης, φωτοφανῆ παστάδα, ὁ Λόγος Ἰωάννη, λαμπρῶς σοι δέδωκε.
.