top of page

Κατηχητικός Λόγος Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου


Εἰς τὴν ἁγίαν καὶ λαμπροφόρον ἡμέραν τῆς ἐνδόξου καὶ σωτηριώδους Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, Ἀναστάσεως.

Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως,

Ὅποιος εἶναι εὐσεβὴς καὶ ἀγαπάει τὸν Θεὸν ἂς ἀπολαύσει τὴν ὡραία καὶ λαπρὴ αὐτὴ γιορτή.

Εἴ τις δοῦλος εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ.

Ὅποιος εἶναι εὐγνώμων δοῦλος ἂς εἰσέλθει μὲ χαρὰ στὴν χαρὰ ποὺ δίνει τὸ δεῖπνο τοῦ Κυρίου του.

Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τὸ δηνάριον.

Ὅποιος κράτησε νηστεία, ἂς ἀπολαύσει τώρα τὴν ἀμοιβὴ (τοῦ οὐρανίου δείπνου).

Εἴ τις ἀπὸ τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τὸ δίκαιον ὄφλημα.

Ὅποιος ἐργάσθηκε ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα τῆς ἡμέρας,

ἂς λάβει σήμερα τὴν δίκαιη ἀμοιβή του.

Εἴ τις μετὰ τὴν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω.

Ὅποιος προσῆλθε τὴν ἐνάτη πρωϊνή, ἂς ἑορτάσει τὴ γιορτὴ μὲ προθυμία.

Εἴ τις μετὰ τὴν ἕκτην ἔφθασε, μηδὲν ἀμφιβαλλέτω· καὶ γὰρ οὐδὲν ζημιοῦται.

Ὅποιος ἔφθασε μετὰ τὸ μεσημέρι, ἂς μὴ διστάζει (μήπως δὲν γίνει ἀποδεκτός),

γιατὶ δὲν τιμωρεῖται.

Εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τὴν ἐνάτην, προσελθέτω, μηδὲν ἐνδοιάζων.

Ὅποιος μὲ καθυστέρηση ἔφθασε τὸ ἀπόγευμα, ἂς προσέλθει χωρὶς καθόλου νὰ φοβᾶται.

Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τὴν ἑνδεκάτην, μὴ φοβηθῇ τὴν βραδύτητα·

Ὅποιος καὶ πάλι ἔφθασε λίγο πρὶν τὸ βραδάκι, μὴ φοβηθεῖ μήπως γιὰ καθυστέρηση δὲν γίνει ἀποδεκτός.

φιλότιμος γὰρ ὢν ὁ Δεσπότης, δέχεται τὸν ἔσχατον, καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον.

Γιατὶ ὁ Κύριος εἶναι μεγαλόδωρος καὶ δέχεται τὸν ἔσχατο ὡς ἀκριβῶς τὸν πρῶτο.

Ἀναπαύει τὸν τῆς ἑνδεκάτης, ὡς τὸν ἐργασάμενον ἀπὸ τῆς πρώτης.

Προσφέρει εἰρήνη καὶ ἀνάπαυση σ’ ὅποιον ἐργάσθηκε γιὰ λίγο πρὸς τὸ τέλος, καθὼς

σ’ αὐτὸν ποὺ ἵδρωσε ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα.

Καὶ τὸν ὕστερον ἐλεεῖ, καὶ τὸν πρῶτον θεραπεύει, κᾀκείνῳ δίδωσι, καὶ τούτῳ χαρίζεται.

Τὸ ἔλεός του δίνει σὲ ὅποιον ἦλθε κοντά του ἀργότερα, ὅπως ἐπίσης δείχνει τὴν στοργή του σ΄ αὐτὸν ποὺ πρῶτος ἔφθασε, καὶ στὸν ἕνα δίνει καὶ στὸν ἄλλο δωρίζει.

Καὶ τὰ ἔργα δέχεται, καὶ τὴν γνώμην ἀσπάζεται. Καὶ τὴν πρᾶξιν τιμᾷ, καὶ τὴν πρόθεσιν ἐπαινεῖ·

Καὶ δέχεται τὰ ἔργα ἀρετῆς, καὶ ἀσπάζεται διάθεση καλή. Καὶ τὶς καλὲς πράξεις τιμᾶ καὶ τὶς καλὲς προθέσεις ἐπαινεῖ.

οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ἡμῶν, καὶ πρῶτοι καὶ δεύτεροι τὸν μισθὸν ἀπολαύετε.

Εἰσέλθετε, λοιπόν, πάντες εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου μας, καὶ οἱ πρῶτοι καὶ οἱ δεύτεροι λάβετε τὸν μισθό σας.

Πλούσιοι καὶ πένητες μετ' ἀλλήλων χορεύσατε.

Ὅσοι εἶσθε πλούσιοι καὶ ὅσοι εἶσθε πτωχοὶ μαζὶ νὰ ἑορτάσετε χορεύοντας.

Ἐγκρατεῖς καὶ ῥάθυμοι τὴν ἡμέραν τιμήσατε.

Ὅσοι κυριαρχήσατε στὰ πάθη σας καὶ ὅσοι ἀμελήσατε, τιμῆστε τὴν ἡμέρα.

Νηστεύσαντες καὶ μὴ νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον.

Ὅσοι νηστέψατε καὶ ὅσοι δὲν νηστέψατε[2], σήμερα εὐφρανθῆτε.

Ἡ τράπεζα γέμει τρυφήσατε πάντες, ὁ μόσχος πολὺς μηδεὶς ἐξέλθῃ πεινῶν.

Ἡ Τράπεζα ποὺ φέρει (τὰ Τίμια Δῶρα) εἶναι γεμάτη, ὅλοι νὰ ἀπολαύσετε, ὁ Μόσχος (ποὺ ἐθυσιάσθηκε γιὰ ἁμαρτίες δικές μας, ὁ Κύριός μας δηλαδή) εἶναι πολύς, κανεὶς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ φύγει πεινασμένος.

Πάντες ἀπολαύετε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως.

Ὅλοι νὰ ἀπολαύσετε τῆς πίστεως τὸ συμπόσιο.

Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος.

Ὅλοι νὰ ἀπολαύσετε πλούτη τῆς ἀγαθότητος.

Μηδείς θρηνείτω πενίαν· ἐφάνη γὰρ ἡ κοινὴ βασιλεία.

Ἂς μὴ θρηνεῖ κανεὶς τὴν φτώχεια του, γιατὶ ἐφανερώθηκε ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι κοινὴ γιὰ ὅλους.

Μηδεὶς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γὰρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε.

Ἂς μὴν ὀδύρεται κανεὶς γιὰ πταίσματά του, γιατὶ ἀνέτειλε συγγνώμη ἐκ τοῦ τάφου.

Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον· ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς τοῦ Σωτῆρος ὁ θάνατος.

Τὸν θάνατο κανεὶς νὰ μὴ φοβᾶται, γιατὶ ἀπὸ φόβον τέτοιον μᾶς ἀπήλλαξε ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος.

Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ' αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τὸν ᾍδην, ὁ κατελθὼν εἰς τὸν ᾍδην.

Ἂν καὶ κρατήθηκε ἀπ’ αὐτόν, τὸν ἐξαφάνισε.

Ἐνίκησε τὸν Ἅδη (τοῦ πῆρε ὅλα τὰ λάφυρα) αὐτὸς ποὺ ἔφθασε ὡς ἐκεῖ.

Ἐπίκρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, καὶ τοῦτο προλαβὼν Ἡσαΐας, ἐβόησεν·

Ὁ Κύριος ἐπίκρανε τὸν Ἅδη, ὅταν αὐτὸς ἐγεύθηκε τὴν Σάρκα του.

Καὶ τοῦτο (τὸ παράδοξο) ὁ Ἡσαΐας προβλέποντας ἐκραύγασε (πρὸς τὸν Χριστὸ μιλώντας):

ὁ ᾍδης, φησίν, ἐπικράνθη συναντήσας σοι κάτω. Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ κατηργήθη.

Ὁ Ἅδης, λέει, πικράθηκε σὰν κάτω σὲ συνάντησε.

Καὶ βέβαια πικράθηκε, διότι καταργήθηκε.

Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐνεπαίχθη. Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐνεκρώθη.

Καὶ βέβαια πικράθηκε, διότι ξεγελάστηκε. Καὶ βέβαια πικράθηκε, διότι θανατώθηκε.

Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ καθῃρέθη. Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐδεσμεύθη.

Καἰ βέβαια πικράθηκε, διότι καθαιρέθηκε (καὶ ἐξουσία δὲν ἔχει).

Καὶ βέβαια πικράθηκε, διότι φυλακίσθηκε.

Ἔλαβε σῶμα, καὶ Θεῷ περιέτυχεν. Ἔλαβε γῆν, καὶ συνήντησεν οὐρανῷ.

Ἔλαβε σῶμα (νομιζόμενον θνητὸν) καὶ σὲ Θεόν ἐσκόνταψε.

Ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ οὐρανὸ συνάντησε.

Ἔλαβεν, ὅπερ ἔβλεπε, καὶ πέπτωκεν, ὅθεν οὐκ ἔβλεπε.

Ἔλαβε αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε (γήϊνο Σῶμα δηλαδή) καὶ ἔπεσε ἐκεῖ ὁποὺ δὲν ἔβλεπε

(στοῦ Χριστοῦ τὴν Θεότητα).

Ποῦ σου θάνατε τὸ κέντρον; ποῦ σου ᾍδη τὸ νῖκος;

Ποῦ νἆναι ἆραγε θάνατε τὸ κεντρί σου; Ποῦ εἶναι Ἅδη οἱ νίκες σου;

Ἀνέστη Χριστός, καὶ σὺ καταβέβλησαι.

Ἀνέστη ὁ Χριστὸς καὶ σὺ κατανικήθηκες.

Ἀνέστη Χριστὸς καὶ πεπτώκασι δαίμονες.

Ἀνέστη ὁ Χριστὸς καὶ οἱ δαίμονες γκρεμίστηκαν.

Ἀνέστη Χριστός, καὶ χαίρουσιν Άγγελοι.

Ἀνέστη ὁ Χριστὸς καὶ χαίρονται οἱ Ἄγγελοι.

Ἀνέστη Χριστός, καὶ ζωὴ πολιτεύεται.

Ἀνέστη ὁ Χριστὸς καὶ ζωὴ δεσπόζει παντοῦ.

Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος.

Ἀνέστη ὁ Χριστὸς καὶ νεκρὸς κανεὶς εἰς τὸ μνῆμα

(ἀφοῦ ὁ πιστὸς προσδοκᾶ ἀνάστασιν νεκρῶν).

Χριστὸς γὰρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.

Διότι ὁ Χριστὸς ἀναστημένος ἐκ νεκρῶν ἔγινε ἡ ἀρχὴ γιὰ τὴν ἀνάσταση ὅσων κοιμοῦνται τὸν ὕπνο τοῦ θανάτου.

Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἐξουσία εἰς τοὺς ἀπέραντους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν





Πρόσφατα άρθρα
bottom of page